κακκάβη — three legged pot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβῃ — κακκάβη three legged pot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβην — κακκάβη three legged pot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβης — κακκάβη three legged pot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκκαβος — Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αισωνίας. * * * κάκκαβος, ὁ (Α) κακκάβη (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κακκάβη (Ι)*] … Dictionary of Greek
κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
κακκάβιον — κακκάβιον, τὸ (AM) μσν. κακκάβι* αρχ. υποκορ. τού κακκάβη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. καλάθ ιον, πόδ ιον] … Dictionary of Greek
κακκάβα — κακκάβᾱ , κακκάβη three legged pot fem nom/voc/acc dual κακκάβᾱ , κακκάβη three legged pot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кокот — I кокот I. петух , др. русск., ст. слав. кокотъ ἀλέκτωρ, сербохорв. ко̏ко̑т, словен. kokȏt, чеш. kokot, kohout, слвц. kohut, польск. kogut, но kokotac, в. луж. kokotac. Звукоподражательное название. Ср. др. инд. kākas ворона , kākalas, kākōlas… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
CACCABE — olim Carthago sic dicta. Stephanus in Καρχηδών. Ε᾿καλε̑ιτο δὴ καὶ Κακκάβη. τούτῳ δὲ κατα την` οἰκείαν αὐτῶν λέξιν, τππου κεφαλὴ δηλοῦται. Hîc autem Graeci videntur, peregrinae linguae vocem ad suam accommodâsse, sed ita ut facili negotiô possit… … Hofmann J. Lexicon universale